John Ashbery | 8 ποιήματα

Στη Βόρεια Φάρμα

 

Κάπου κάποιος ταξιδεύει ξέφρενος προς εσένα,
Με απίστευτη ταχύτητα, ταξιδεύει μέρα και νύχτα,
Μέσα από χιονοθύελλες και ζέστες της ερήμου, διασχίζοντας χείμαρρους,
διαβαίνοντας στενά.
Αλλά θα ξέρει πού να σε βρει,
Θα σε αναγνωρίσει όταν σε δει,
Θα δώσει αυτό που προορίζει για σένα;

Μετά βίας φυτρώνει κάτι εδώ,
Κι όμως οι αποθήκες ξεχειλίζουν από αλεύρι,
Τα σακιά είναι στοιβαγμένα ως τα δοκάρια.
Τα ρέματα κυλάνε με ηδύτητα, παχαίνοντας τα ψάρια∙
Πουλιά σκοτεινιάζουν τον ουρανό. Να ‘ναι αρκετό
Που το πιάτο με το γάλα περιμένει όλη τη νύχτα,
Που τον σκεφτόμαστε καμιά φορά,
Καμιά φορά και πάντα, με ανάμικτα συναισθήματα;

Περιπλανώμενος

 

Πώς να σε ονομάσω;
Σίγουρα δεν υπάρχει όνομα για σένα
Με τον τρόπο που τ’ αστέρια έχουν ονόματα
Που κάπως τους ταιριάζουν. Απλώς περιπλανιέσαι,

Ένα αντικείμενο περιέργειας για κάποιους,
Όμως πολύ προσηλωμένος
Στη μυστική μουντζούρα στο πίσω μέρος της ψυχής σου
Για να πεις πολλά, και να περιπλανηθείς,

Χαμογελώντας στον εαυτό σου και τους άλλους.
Γίνεται κάπως μοναχικό
Αλλά και απωθητικό ταυτόχρονα,
Αντιπαραγωγικό, καθώς συνειδητοποιείς για ακόμη μια φορά

Ότι ο πιο μακρύς δρόμος είναι ο πιο αποδοτικός,
Εκείνος που έκανε γύρους στα νησιά, και
Πάντοτε φαινόσουν να ταξιδεύεις σ’ έναν κύκλο.
Και τώρα που το τέλος είναι κοντά

Τα μέρη του ταξιδιού ανοίγουν όπως ένα πορτοκάλι.
Υπάρχει φως εκεί, και μυστήριο και τροφή.
Έλα να το δεις.
Έλα όχι για μένα αλλά γι’ αυτό.
Αν όμως είμαι ακόμη εδώ, αποδέξου ότι μπορεί να ιδωθούμε.

Σκέψεις Ενός Νέου Κοριτσιού

 

«Έχει τόσο ωραία μέρα έπρεπε οπωσδήποτε να σου γράψω
Από τον πύργο, και να δείξω ότι δεν είμαι τρελός:
Μόνο που γλίστρησα στου αέρα το σαπούνι
Και πνίγηκα στου κόσμου την μπανιέρα.
Παρά ήσουν καλή για να κλάψεις για μένα.
Και τώρα σ’ αφήνω ελεύθερη. Υπογραφή, Ο Νάνος.»

Πέρασα από κει αργά το απόγευμα
Και το χαμόγελο στα χείλη της χασομερούσε ακόμη
Όπως κάνει εδώ κι αιώνες. Πάντα γνώριζε
Την τέχνη της σαγήνης. Αχ κόρη μου,
Αγαπημένη μου, κόρη του εκλιπόντος εργοδότη μου, πριγκίπισσά μου,
Είθε να μην αργείς πολύ στο δρόμο!

Τι Είναι Ποίηση

 

Η μεσαιωνική πόλη, με τοιχογραφίες
Προσκόπων από τη Ναγκόγια; Το χιόνι

Που ήρθε όταν θέλαμε να χιονίσει;
Όμορφες εικόνες; Να προσπαθείς ν’ αποφύγεις

Τις ιδέες, όπως σ’ αυτό το ποίημα; Αλλά
Να επιστρέφουμε σ’ αυτές όπως σε μια σύζυγο, αφήνοντας

Την ερωμένη που ποθούμε; Τώρα
Θα πρέπει να το πιστέψουνε

Όπως το πιστέψαμε κι εμείς. Στο σχολείο
Ξεσκαρτάρουνε τη σκέψη:

Ό,τι απομένει μοιάζει με λιβάδι.
Κλείσε τα μάτια, και νιώσε το να εκτείνεται για μίλια.

Τώρα άνοιξ’ τα σ’ ένα στενό κάθετο μονοπάτι.
Μπορεί να μας δώσει –τι;– μερικά λουλούδια σύντομα;

Αργοπορημένη Ηχώ

 

Μόνοι με το αγαπημένο μας λουλούδι και την τρέλα
Βλέπουμε πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να γράψουμε.
Ή μάλλον, είναι απαραίτητο να γράφεις για τα ίδια παμπάλαια θέματα
Με τον ίδιο τρόπο, επαναλαμβάνοντας τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά
Από αγάπη για συνέχεια και σταδιακή διαφοροποίηση.

Τα μυρμήγκια και οι κυψέλες πρέπει να επανεξετάζονται εσαεί
Όπως και το χρώμα της ημέρας που εισχωρεί
Εκατοντάδες φορές και διαφέρει από καλοκαίρι σε χειμώνα
Ώσπου να επιβραδύνει ως το βήμα μιας γνήσιας
Σαραμπάντας και να συγκεντρωθεί εκεί, ζωντανό και ξεκούραστο.

Μόνο τότε μπορεί η χρόνια απροσεξία
Της ζωής μας να τυλιχτεί γύρω μας, συμφιλιωτική
Και με το ένα μάτι σ’ εκείνες τις μακριές βελούδινες φαιές σκιές
Που μιλάνε τόσο βαθιά στην απροετοίμαστη γνώση
Του εαυτού μας, του φλύαρου μοτέρ της καθημερινότητας.

Ναυτία

 

Ο Γουόρεν Τζι Χάρντινγκ επινόησε τη λέξη normalcy,
Και τη λιγότερο γνωστή bloviate, που σημαίνει, φαντάζεται κανείς,
Να ρητορεύεις ακατάσχετα. Ποτέ δεν θέλησε να γίνει πρόεδρος.
Η «Παρέα του Οχάιο» τον ανάγκασε. Πέθανε στο ξενοδοχείο Παλάς

Του Σαν Φρανσίσκο, γυρνώντας από την Αλάσκα,
Ενώ η γυναίκα του τού διάβαζε, για εκείνον,
Στην Απογευματινή του Σαββάτου. Καημένε Γουόρεν. Δεν ήταν κακός.
Μόνο αδύναμος. Αγαπούσε τις γυναίκες και το Οχάιο.

Αυτό το περιφραγμένο καλοκαίρι από ψηλά, λευκά σύννεφα, ένα νέο αστέρι του γκολφ
Λαμπυρίζει σαν κομφετί απ’ το μεθυστικό πρώιμο
Καλοκαίρι, σχεδόν μέχρι τα τέλη του Αυγούστου. Το πλήθος είναι σε υστερία:
Ευμετάβολοι όπως πάντα, τον ακολουθούν ως την άκρη

Της κόλασης. Αλλά η πτώση είναι, ευτυχώς, όλη δική του.
Θα διαδώσουν το ένα και το άλλο και θα σκαρφιστούν
Ονόματα όπως «κατώφλι στον άνεμο». Η αγωνία είναι μάλλον μόνιμη
Παρά αιώνια. Θα το ‘χε αντιληφθεί. Καημένε Γουόρεν.

Μερικά Δέντρα

 

Υπέροχα είναι: καθένα
Συντροφεύει κι ένα γείτονα, λες κι η ομιλία
Είναι μια ακίνητη παράσταση.
Σχεδιάζοντας στην τύχη

Να βρεθούμε τόσο μακριά απ’ αυτό το πρωινό
Όσο ο κόσμος το επιτρέπει,
Εσύ κι εγώ είμαστε εξαίφνης
Ό,τι αυτά τα δέντρα προσπαθούν

Να πουν ότι είμαστε:
Ότι μονάχα η παρουσία τους εκεί
Σημαίνει κάτι∙ ότι σύντομα
Μπορεί ν’ αγγίξουμε, ν’ αγαπήσουμε, να εξηγήσουμε.

Κι ευτυχείς που δεν επινοήσαμε
Τέτοια ομορφιά, περιβαλλόμαστε:
Μια σιωπή κιόλας γεμισμένη με θορύβους,
Ένας καμβάς στον οποίο αναδύεται

Ένας χορός από χαμόγελα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό.
Τοποθετημένες σε μυστήριο φως, κινούμενες,
Οι μέρες μας ενδύονται τέτοια συστολή
Που αυτές οι προφορές μοιάζουν η μόνη άμυνά τους.

 

Και Ut Pictura Poesis Είναι το Όνομά Της

 

Δεν μπορείς πια να το πεις μ’ αυτό τον τρόπο.
Προβληματισμένος με την ομορφιά
Πρέπει να βγεις έξω, σ’ ένα ξέφωτο,
Και να ξεκουραστείς. Οπωσδήποτε ό,τι αστείο σού συμβαίνει
Είναι εντάξει. Το ν’ απαιτήσεις πιο πολλά απ’ αυτό θα ‘ναι παράξενο
Από σένα, εσένα που έχεις τόσους εραστές,
Ανθρώπους που σε θαυμάζουν και είναι πρόθυμοι
Να κάνουν πράγματα για σένα, αν και πιστεύεις
Ότι δεν είναι σωστό, ότι αν σε ήξεραν στ’ αλήθεια . . .
Αρκετά με την αυτοανάλυση. Τώρα,
Σε σχέση με το τι να βάλεις σ’ αυτό το ποίημα-πίνακα:
Τα λουλούδια είναι πάντα ωραία, ιδίως τα δελφίνια.
Ονόματα αγοριών που κάποτε ήξερες και τα έλκηθρά τους,
Οι φωτοβολίδες είναι ωραίες — να υπάρχουν άραγε ακόμη;
Υπάρχουνε πολλά άλλα πράγματα της ίδιας ποιότητας
Μ’ εκείνων που ανέφερα. Τώρα πρέπει κανείς
Να βρει μερικές βαρυσήμαντες, και πολλές διακριτικές,
Πληκτικές λέξεις. Με προσέγγισε
Για την αγορά του γραφείου της. Ξαφνικά ο δρόμος έγινε
Μπανάνες και κλαγγή από γιαπωνέζικα κρουστά.
Έγγραφα ανιαρά σκορπίστηκαν τριγύρω. Το κεφάλι του
Κλείδωσε στο δικό μου. Πηγαίναμε πάνω κάτω. Κάτι
Θα έπρεπε να γραφτεί για το πώς αυτό σ’ επηρεάζει
Όταν γράφεις ποίηση:
Η ακραία λιτότητα ενός σχεδόν άδειου μυαλού
Που συγκρούεται με την πλούσια, σαν-το-Ρουσσό φυλλωσιά της επιθυμίας του
Να επικοινωνήσει κάτι ανάμεσα στις πνοές, έστω για χάρη
Των άλλων και της επιθυμίας τους να σε κατανοήσουν και να σ’ εγκαταλείψουν
Για άλλα κέντρα επικοινωνίας, ώστε η κατανόηση
Να μπορεί ν’ αρχίσει, και μ’ αυτό τον τρόπο να ξεδιπλωθεί.


 

[ΣτΜ: Στο ποίημα «Ναυτία» προτίμησα ν’ αφήσω αμετάφραστες τις αγγλικές λέξεις normalcy και bloviate, ειδάλλως το ποίημα θα ισχυριζόταν ότι ο Warren G. Harding, 29ος Πρόεδρος των Η.Π.Α., επινόησε χάριν της δικής μας γλώσσας τις λέξεις κανονικότητα και φλυαρώ αντίστοιχα.]

Οι μεταφράσεις των έξι πρώτων ποιημάτων δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.

 

 

 

 

Leave a comment